- ἀχρήεις
- ἀχρήεις, εσσα, εν,A = ἀχρεῖος, v.l. in Man.4.76:—also [full] ἀχρήϊστος, ον, Musae.328, Nonn.D.24.266. [full] ἀχρήϊος, ον, [dialect] Ion. for ἀχρεῖος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.